εὔπιστος

εὔπιστος
εὔπιστ-ος, ον, ([etym.] πίστις)
A trustworthy, trusty, of persons, X.Cyr.1.2.12 ([comp] Sup.);

δῆμος BCH37.124

(Abdera, ii B.C.); εὔπιστα things easy to believe, S.Aj.151 (anap., v.l. εὔπειστα).
II [voice] Act., easily believing, credulous, Men. 380, Arist.Rh.1389a18. Adv.

εὐπίστως, ἔχειν Ar.Th.105

.
III readily obeying, Euc. ap. Stob.3.6.63 (sed leg. εὔπειστος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὔπιστος — trustworthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπιστος — η, ο (Α εὔπιστος, ον) 1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος 2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος αρχ. 1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος 2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εύπιστος — η, ο 1. ευκολόπιστος, αυτός που εύκολα πιστεύει σε κάτι. 2. άκριτος, απλοϊκός, αφελής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπίστως — εὔπιστος trustworthy adverbial εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπιστον — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc sg εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπιστόταται — εὔπιστος trustworthy fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπιστότατοι — εὔπιστος trustworthy masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπίστοις — εὔπιστος trustworthy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπίστους — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπιστα — εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπιστοι — εὔπιστος trustworthy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”